Πήρα τον δρόμο προς το σπίτι σου
Τον ανηφορικό
Χάθηκα για λίγο ανάμεσα στο πλήθος στους εμπορικούς δρόμους της πόλης
Και στην ερημιά εκεί που είναι τα σπίτια του κόσμου
Τα δέντρα
Μοναδικοί θεατές της ιδρωμένης μορφής μου
Και της ανάγκης του σώματος για ευθύ δάπεδο
Η κούραση συνώνυμο της μάζας μου
Σκληρή άσφαλτος
Καμμένη από τον ήλιο
Εξατμίζεται μέχρι και το νερό στο αίμα και μένει πίσσα
Λιώνουν μέχρι και οι σόλες από τα φτηνά σανδάλια μου
Οι πέτρες με παρακολουθούν
Ξέρουν όλη την αλήθεια
Με θυμούνται ακόμα και από τότε που περνούσα ανέμελα ως έφηβος
Οι πέτρες είναι φίλοι που με αναπολούν
Λυσάω για τον κρότο της ανάγκης μου στην πόρτα σου
Είναι που με βασανίζεις και με φέρνεις μεσημέρι Αύγουστο από εδώ
Τι θα την κάνεις την ψυχή μου άραγε;
Μπας και μπορεί να γίνει φυλαχτό;
Ηλιοκαμμένοι τουρίστες με προσπερνούν σε απόγνωση για λίγο νερό
Ηλικιωμένοι στα μπαλκόνια που κοιτάζουν το κενό
Μέχρι και οι σκύλοι σε κάποιο πάρκο σκιάζονται
Ή σε κάποιο συντριβάνι λούζονται με σιχαμερό νερό
Τι θα την κάνεις την ψυχή μου;
Ήταν κάποια θυσία που γύρευες μα που η σύγχρονη εποχή σου έχει στερήσει;
Από ποιά μέδουσα θαρρείς πως έχεις κλέψει την μορφή;
Παραμένω ωστόσο να σκαρφαλώνω την πόλη να σε βρω
Δεν ακούγεται τίποτα
Παραμόνο ο ήχος από τα τζιτζίκια καθώς κρούουν τα εξωσκελετικά σώματα τους
Είναι ερωτικός ο ήχος που βγάζουν
Φιλικό άγγιγμα συμπαράστασης
Τραγούδι το εικάζουμε εμείς
Είναι όμως πανικός, ακαταμάχητη ανάγκη
Τι σημαίνει το κάλεσμα τους;
Θα ζούσαν περισσότερο θαμμένα στο χώμα